- επιδόρπιος
- α, ο [ος , ον ] десертный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιδόρπιος — for use after dinner masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδόρπιος — α, ο 1. που γίνεται ή προσφέρεται μετά το δείπνο ή στο τέλος του δείπνου. 2. το ουδ. (και ιδίως στον πληθ.), επιδόρπια φαγώσιμα ή ποτά που προσφέρονται έπειτα από τα κύρια φαγητά (τυρί, γλυκίσματα, φρούτα, ηδύποτα κ.ά.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδόρπιον — ἐπιδόρπιος for use after dinner masc/fem acc sg ἐπιδόρπιος for use after dinner neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορπίου — ἐπιδόρπιος for use after dinner masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδόρπια — ἐπιδόρπιος for use after dinner neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδόρπιοι — ἐπιδόρπιος for use after dinner masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπιδόρπιον — ἐπιδόρπιον , ἐπιδόρπιος for use after dinner masc/fem acc sg ἐπιδόρπιον , ἐπιδόρπιος for use after dinner neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐπιδόρπιον — ἐπιδόρπιον , ἐπιδόρπιος for use after dinner masc/fem acc sg ἐπιδόρπιον , ἐπιδόρπιος for use after dinner neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
επιδορπίδιος — ἐπιδορπίδιος, ον (Α) επιδόρπιος … Dictionary of Greek
επιδόρπιο — το (Α ἐπιδόρπιος, ον και ος, α, ον) φαγητό και γλυκό που προσφέρονται μετά το κύριο γεύμα αρχ. κατάλληλος για χρήση στο τέλος τού δείπνου («ἐπιδόρπιον ὕδωρ», «ἐπιδόρπιοι τράπεζαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δόρπον «απογευματινό φαγητό»] … Dictionary of Greek